- χειροκρότηση
- η, Ντο χειροκρότημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροκροτώ. Η λ., στον πληθ. χειροκροτήσεις, μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροκρότηση — η βλ. χειροκρότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροκρότημα — το, ατος η κρούση της μίας παλάμης με την άλλη, η επιδοκιμασία με τη χειροκρότηση: Tον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)